Τo πρόγραμμα έχει λάβει την έγκριση του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής για την εφαρμογή του κατά τη σχολική χρονιά 2019-2020.
Περνούσε κάθε μέρα από το σημείο. Δεν σήκωνε πια το βλέμμα στην επιγραφή. Την είχε συνηθίσει. «Εἰς τὸν χῶρον ἐφ’ οὗ ἀνηγέρθη ἡ πολυκατοικία αὕτη…». Ελληνική ιστορία ήξερε καλή, και για τον Αγώνα του ’21 πρόσωπα και γεγονότα με λεπτομέρεια. Την Κυψέλη τώρα τη μάθαινε. Την πλατεία, την οδό Κυψέλης, τη Φωκίωνος. Ύστερα τους άλλους […]

Περνούσε κάθε μέρα από το σημείο. Δεν σήκωνε πια το βλέμμα στην επιγραφή. Την είχε συνηθίσει. «Εἰς τὸν χῶρον ἐφ’ οὗ ἀνηγέρθη ἡ πολυκατοικία αὕτη…». Ελληνική ιστορία ήξερε καλή, και για τον Αγώνα του ’21 πρόσωπα και γεγονότα με λεπτομέρεια. Την Κυψέλη τώρα τη μάθαινε. Την πλατεία, την οδό Κυψέλης, τη Φωκίωνος. Ύστερα τους άλλους δρόμους με τα ονόματα των νησιών: Ζακύνθου, Σπετσών, Κερκύρας, Κεφαλληνίας, Νάξου. Και τους άλλους δρόμους, που πατούσαν στη στεριά: Βελβενδού, Κρέσνας, Δοϊράνης, Καυκάσου, και, βέβαια, αυτούς που τον έφερναν πίσω στην πατρίδα του, στη γη του: Κρίσσης, Φαιδριάδων, Κασταλίας, Αρμονίας.

Ως φοιτητής είχε νοικιάσει στο Παγκράτι ένα δυαράκι με συγκάτοικο. Μετά τις σπουδές του γύρισε στην Άμφισσα. Δουλειά μόνιμη δεν είχε. Σε ξενοδοχεία στο Γαλαξίδι και την Ιτέα Μάιο με Οκτώβριο, βοηθητικό προσωπικό στο Δήμο για ένα δίμηνο το πολύ, στις φούριες για το Καρναβάλι. Έφτιαχνε τις μακέτες, έραβε τα κουρέλια για να ντύσουν το Στοιχειό, ετοίμαζε τα εκμαγεία, ζωγράφιζε τις μάσκες. Δούλευε με μεράκι, δεν πληρωνόταν καλά.

Το 2010 ήρθε πίσω στην Αθήνα, να πιάσει το όνειρό του απ’ την αρχή. Πρώτα δούλεψε στο μπαρ ενός φίλου. Από δω και από ’κει για κανένα μεροκάματο, όπου ζητούσαν τεχνίτες για σκηνικά στα θέατρα. Ξανά στο μπαρ. Έμαθε να ζει με τα λίγα. Με τα πολύ λίγα. Στην Κυψέλη ζεις με τα λίγα. Σε δώμα στην ταράτσα μιας ψηλής οικοδομής. Δίπλα το αποθηκάκι που του παραχώρησε ο ιδιοκτήτης του δώματος, ίσια-ίσια να βάζει τους πίνακες και τις κατασκευές του. Έκανε και μια έκθεση. Ανέβηκαν στην ταράτσα έξι-εφτά απ’ τους ενοίκους: ο ιδιοκτήτης με τη γυναίκα του, ένα ηλικιωμένο ζευγάρι που ο άνδρας ήξερε και έπαιζε κλαρίνο, η φοιτήτρια απ’ τον τρίτο, μια μαύρη εύσωμη γυναίκα με το μωρό της στην αγκαλιά, η κυρία που κάθε λίγο και λιγάκι ανεβάζει τις κουρτίνες της να τις απλώσει στην ταράτσα. Πόσες κουρτίνες έχει πια! Κάπου στα μουλωχτά, περισσότερο για να κάνει τσιγάρο, ανέβηκε και ο Νικολάκης, το “μπουμπούκι” του σπιτονοικοκύρη.

Η γυναίκα του σπιτονοικοκύρη είχε φέρει μαζί ένα μπουκάλι κρασί. Γέμισε πλαστικά ποτήρια σε ένα δίσκο και τον άφησε πάνω σε πλαστική καρέκλα. Στο περβάζι ήταν στρωμένη μια κουρελού. Είδαν τους πίνακες, κάθισαν να πιουν το κρασί. Ο ήλιος έπεφτε κόκκινος, ένας ξεχωριστός πίνακας αυτός. Απλώνονταν μπροστά οι σκιές τους, άλλαζαν τα σχήματα στην ταράτσα. Άρχισαν να ξεθαρρεύουν, μαζί του και ο ένας με τον άλλο. Κουβέντιασαν και θέματα της πολυκατοικίας. Η μαύρη γυναίκα είπε πως το μωρό κοιμάται όταν ο ηλικιωμένος παίζει χαμηλά το κλαρίνο. Στο τέλος τον βοήθησαν να βάλει τους πίνακες πίσω στην αποθήκη.

Ένας αδύναμος χτύπος στην πορτούλα της αποθήκης. Άφησε το πινέλο κάτω.

-Νικολάκη; … Πέρνα … Πώς από ’δω;

– Sorry, μάλλον σε ενοχλώ, ρε συ, ε;

-Δεν ενοχλείς. Πέρνα. Κάτσε όπου νομίζεις … δηλαδή, κάτσε όπου νομίζεις ότι δεν θα λερώσεις τη βερμούδα σου.

-Μην τρελαίνεσαι. Να λερωθώ ήρθα.

-Το μόνο εύκολο … εδώ μέσα.

– Ε…, θέλω μια βοήθεια, μωρέ.

-Δηλαδή;

-Να, μωρέ, με κάτι φιλαράκια ξεκινήσαμε ένα piece, ξέρεις, στο σχολείο, στη Γκράβα. Δεν το πάμε και πολύ καλά.

-Για λέγε!

-Ξέρεις, ρε συ, πήγανε να μας ρίξουνε καμπάνα γιατί καπνίζαμε στις τουαλέτες. Δηλαδή, μας έριξαν … ο διευθυντής βασικά. Μετά τα βρήκαμε. Είπαμε να κάνουμε το piece για να έρθουμε στα ίσα μας και να μη μας βρίζει για αλήτες και τέτοια.

-Και;

-Μας την έσπασε γιατί μας έβαλε και το θέμα ο γύφτος. Και ούτε έδωσε και τα χρήματα ακόμη για τα κανς … τέτοιος γύφτος, δηλαδή, ο τύπος.

-Τι θέμα;

-Άκου τώρα, ρε συ, εντάξει, μεγάλο ξενέρωμα! Να κάνουμε piece από την Επανάσταση, ρε συ, Γιάννη, … άκου τώρα … ! Από το 1821!

-Καλόοοο!

-Έλα, ρε συ! Μην παίζεις με τον πόνο μου! Ένταξει, το crew έχει φρικάρει. Τους μάζεψα και έτσι λίγο το έφερα στα ίσα. Guys, εντάξει, δεν θα μας τρολάρει ο τύπος. Πάμε, ρε, δυνατά να τον τρολάρουμε εμείς, ρε ’σεις!

– Τον έχεις τον τρόπο σου, βλέπω!

-Τι να κάνω και εγώ!

-Και τι έκανες;

-Αδερφέ μου, Κανάρης! Το άτομο είναι μπουρλότο!

-Τον Κανάρη γκράφιτι, ρε αθεόφοβοι;

-Ναι, ρε συ! Στην τελική το καλύτερο μας. Ο τύπος δεν έκανε επανάσταση, ήταν επανάσταση!

-Αφού το λες εσύ!

-Κανονικά, ρε συ! Κολλούσε τη βάρκα και γινόταν ολοκαύτωμα! Τον βάλαμε στο piece να παίρνει μια τζούρα και μετά μια σκηνή παρακάτω, να πετάει τη τζούρα πάνω σε κάτι κτίρια σαν σχολεία, σαν φυλακές και να γίνεται το μπαμ!

-Είσαι πρωτότυπος!

-Μας την έπεσε ο γύφτουλας ο διευθυντής, όμως, ρε συ, και μας έβαλε να το σβήσουμε. Κάναμε ένα buff τώρα και έχουμε κολλήσει … Εδώ μπαίνεις εσύ, το ’πιασες;

-Τι να σου πω, ρε Νικολάκη, δεν είμαι γκραφιτάς!

-Αλλά, ρε, η μάνα μου από χθες μου ’χει φάει τα αυτιά: ο Γιάννης έτσι, ο Γιάννης αλλιώς, και αν είναι να γίνεις σαν το Γιάννη, χαλάλι και που δεν διαβάζεις και που ξοδεύεις το χαρτζιλίκι όλο στις μπογιές! Μην σκαλώνεις, ρε! Έλα, ρε συ, να φιξάρουμε τον Κανάρη! Και την ταγγιά, ξέρεις, μισή-μισή! Συμφωνία;

Ο Κανάρης δεν καίει. Φωτίζει. Ανάβει τις φωτιές με τη φλόγα στο μάτι, στην ψυχή. Ο Γιάννης βάζει την ταγγιά του καλλιτέχνη και ο Νικολάκης το πάθος της εφηβικής του καρδιάς. Έχει, λοιπόν, κι άλλο σπίτι τώρα ο Κανάρης, έναν τοίχο στη Γκράβα. Ο Γιάννης το σκέφτεται να μετακομίσει εκεί κάτι και από το δικό του σπίτι, ίσως τις Φαιδριάδες Πέτρες, και ένα ασημένιο ποτάμι να κυλά ανάμεσά του ή «να ανοίγουν και καλά, ρε συ, και να πετιέται ένα ζομπι, κάτι σε sci-fi», που λέει και ο Νικολάκης.
Συμφωνία!