-Όμορφα που ήταν σήμερα!
-Πόσος κόσμος στου Καρποδίνη να ακούσουν τις κιθάρες και τα μαντολίνα!
-Να τρως τις σαρδέλες και τα μακαρόνια σου και να σου κάνουν καντάδα!
-Μην το παίρνεις και προσωπικά, Ευγενία! Τη δουλειά τους κάνουν οι ορχήστρες.
-Καλά. Μην ζηλεύεις κιόλας!
-Ευγενία, σε επαναφέρω εις την τάξιν! Έπειτα, μην ξεχνάς ότι, και όταν πηγαίναμε και όταν γυρίζαμε, ήμασταν σαν παστές σαρδέλες στο τραμ! Και δεν ήταν και λίγο, Φάληρο-Πατήσια, Πατήσια-Φάληρο!
-Όταν ήμασταν ακόμα ανύπανδροι, δεν υπολόγιζες τη διαδρομή.
-Καλά, τότε είχα αλλού το μυαλό μου• μην μας πάρει κανά μάτι και σε κρεμάσει ανάποδα ο πατέρας σου.
-Να μέναμε στα Πατήσια! Κάθε μέρα θα πήγαινα στην Αλυσίδα! Τι κόσμος, τι θεάματα!
-Ευγενία, σε επαναφέρω εις την τάξιν! Μια γυναίκα παντρεμένη δεν μπορεί να έχει το νου της στα γλέντια και τις διασκεδάσεις!
Η Ευγενία δεν είχε το νου της στα γλέντια και τις διασκεδάσεις. Ήταν καλή σύζυγος, νοικοκυρά πρώτη. Τιμούσε τον άνδρα της και την πεθερά της. Είχε και την τέχνη της. Μοδιστρούλα από τις καλύτερες του Φαλήρου. Παιδιά δεν είχε και η μουρμούρα γύρω της έδινε και έπαιρνε. Στενοχωριόταν, έκλαιγε αλλά δικαιώματα δεν έδινε. Κοιτούσε το σπίτι της και τη δουλειά της.
Ο Στάθης δούλευε στα Λιπάσματα στη Δραπετσώνα. Σκληρή δουλειά και το μεροκάματο ψίχουλα. 1 0 δραχμές για 12 ώρες. Γύριζε βρώμικος και τσακισμένος στην κούραση. Καλά-καλά μπουκιά δεν μπορούσε να βάλει στο στόμα του.
Η μάνα του είχε όρεξη για κουβέντα κάθε βράδυ, μα εκείνος την έκοβε απότομα. «Έχεις την Ευγενία» της έλεγε. «Δεν χόρτασες κουβέντα όλη μέρα;». Και εκείνη σούφρωνε τα χείλη δυσαρεστημένη.
Μόνο την Πρωτομαγιά το σκηνικό άλλαζε. Τα τελευταία δύο χρόνια πήγαινε στο σωματείο νωρίς και, με το που ξεκινούσε η διαδήλωση, έβρισκε τον τρόπο να ξεγλιστρήσει, να γυρίσει στο σπίτι, να πάρει την Ευγενία και να πάνε στα Πατήσια. Της έλεγε πως για χάρη της έκανε «προδοσία στο κίνημα» και της κρατούσε μούτρα όσο να ανέβουν στο τραμ. Μετά ξεχνιόταν, την έπιανε από τους ώμους και έκανε χώρο με το σώμα του να τη γλιτώσει από το στριμωξίδι. Και όταν πια έφταναν στα Πατήσια …. ξεχύνονταν να πλέξουν στεφάνι, να πιούνε το κρασάκι τους στα εξοχικά καφενεία, να φάνε και στου Καρποδίνη με τη συντροφιά της καντάδας.
Μετά, από την Αλυσίδα πίσω. Στο γαλάζιο του Φαλήρου. Στο φτωχό τους σπίτι, στην άλλη αλυσίδα, στη δική του ο καθένας και στην ίδια μαζί.